- ζατώ
- ζατῶ, -όω (Α)(κατά τον Ησύχ. και το Μέγα Ετυμολογικόν)1. «φράζω»2. μέσ. ζατοῡμαι, -όομαι(κατά τον Ησύχ. «ζατήσασθαιαἰσθέσθαι».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζατῶ — ζατόω pres subj act 1st sg ζατόω pres ind act 1st sg ζᾱτῶ , ζητέω seek pres subj act 1st sg (attic epic doric) ζᾱτῶ , ζητέω seek pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)